Σκυλίων

Σκυλίων
Σκύλιος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκυλίων — σκύλιον dog fish neut gen pl σκῠλίων , σκύλλω torn fut part act masc nom sg (doric) σκύλος neut gen pl (doric) σκυλάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • αλυχτομανητό — το [αλυχτομανώ] επίμονο και παρατεταμένο αλύχτημα τών σκυλιών …   Dictionary of Greek

  • απογαλακτισμός — Η διακοπή της γαλουχίας στα βρέφη και γενικά στα θηλαστικά. Ο α. στα βρέφη αρχίζει όταν συμπληρώσουν τον τρίτο μήνα της ζωής τους και πραγματοποιείται με την αντικατάσταση ενός θηλασμού με ένα γεύμα γάλακτος. Βαθμιαία, τα γεύματα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδιον — ἀσπίδιον, το (Α) [ασπίς] 1. η μικρή ασπίδα 2. το φυτό ατρακτυλίς 3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών …   Dictionary of Greek

  • γκέκας — (1740 – 1790). Αρματολός. Δραστηριοποιήθηκε στη Μακεδονία και είχε έδρα την Κατερίνη. Ήταν ψυχογιός και αργότερα πρωτοπαλίκαρο του μεγάλου κλεφταρματολού Ζίδρου, που μαζί με τους Ζιάκα, Λάζο και Βλαχάβα, είχαν στην εξουσία τους ουσιαστικά μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • εύγε — (ΑΜ εὖγε, Α και εὖ γε) (επιφών. επιδοκιμασίας, συχνά σε διπλή ή και τριπλή εκφορά) ωραία! πολύ καλά! μπράβο! («εὖγε, ὦ βέλτιστε», Πλάτ.) αρχ. 1. επίρρ. (σε απαντήσεις με τις οποίες επιβεβαιώνει κάποιος αυτά που έχουν ειπωθεί) ορθά, σωστά (α.… …   Dictionary of Greek

  • καστορίδες — οι (AM καστορίδες, αἱ) [κάστωρ] νεοελλ. ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες μσν. αρχ. είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια αρχ. 1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα τού Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες… …   Dictionary of Greek

  • κορόιδο — το 1. αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ανόητος, χαζός 2. αυτός που εξαπατάται εύκολα 3. είδος παιχνιδιού με μπάλα 4. φρ. «μ έπιασε κορόιδο» με εκμεταλλεύθηκε 5. παροιμ. «ο λύκος άμα γεράσει γίνεται κορόιδο τών σκυλιών» ο ισχυρός, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”